- αριθμητήρας
- και -ήρ, οσυσκευή που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση αριθμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αριθμώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. compteur (mecanique) numeroteur. Ο ελληνικός όρος αριθμητήρ μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.