αριθμητήρας

αριθμητήρας
και -ήρ, ο
συσκευή που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση αριθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριθμώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. compteur (mecanique) numeroteur. Ο ελληνικός όρος αριθμητήρ μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αριθμητήρας — αριθμητήρας, ο και αριθμητής, ο μηχάνημα αυτόματης αποτύπωσης ή μέτρησης αριθμών στη σειρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”